- αισχύνη
- ηντροπή, ατίμωση: Για όλα όσα έγιναν ένιωθε αισχύνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αισχύνη — η (Α αἰσχύνη) 1. το συναίσθημα τής ντροπής που δοκιμάζει κανείς για αισχρές πράξεις δικές του ή τών άλλων, η αιδώς (προσωποποιημένη στον Αισχύλο) 2. αίσχος, καταισχύνη, όνειδος (μσν. αρχ.) (ευφημ.) αιδοίο αρχ. 1. ντροπαλοσύνη, συστολή, σεμνότητα … Dictionary of Greek
αἰσχύνη — αἰσχύ̱νη , αἰσχύνη shame fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχύνῃ — αἰσχύ̱νῃ , αἰσχύνη shame fem dat sg (attic epic ionic) αἰσχύ̱νῃ , αἰσχύνω make ugly aor subj mid 2nd sg αἰσχύ̱νῃ , αἰσχύνω make ugly aor subj act 3rd sg αἰσχύ̱νῃ , αἰσχύνω make ugly pres subj mp 2nd sg αἰσχύ̱νῃ , αἰσχύνω make ugly pres ind mp 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυνῇ — αἰσχύνω make ugly fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχῦναι — αἰσχύνη shame fem nom/voc pl αἰσχύνω make ugly aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek
αισχύνω — (Α αἰσχύνω) 1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω 2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη αρχ. 1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω («αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529) 2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω 3. περιφρονώ, απαξιώ 4. μέσ.… … Dictionary of Greek
αἰσχύνα — αἰσχύ̱νᾱ , αἰσχύνη shame fem nom/voc/acc dual αἰσχύ̱νᾱ , αἰσχύνη shame fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχύνας — αἰσχύ̱νᾱς , αἰσχύνη shame fem acc pl αἰσχύ̱νᾱς , αἰσχύνη shame fem gen sg (doric aeolic) αἰσχύ̱νᾱς , αἰσχύνω make ugly aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
сором — род. п. а, наряду со срам, заимствованным из цслав., укр. сором, блр. сором стыд , др. русск. соромъ, ст. слав. срамъ αἰσχύνη (Супр.), болr. срам(ът), сербохорв. сра̑м, род. сра̑ма, словен. srȃm, род. п. srȃma, sramȗ, н. луж. srom, sromota.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера